ποιμενίς

ποιμενίς
(-ίδος) η пастушка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ποιμενίς" в других словарях:

  • ποιμενίς — ίδος, η, Ν 1. νεαρό κορίτσι που βόσκει ποίμνια, βοσκοπούλα 2. η κόρη τού ποιμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, μένος + επίθημα ίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»